ακρόρριζος

ακρόρριζος
ἀκρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՂԿԱԳՆԱՑ — ( ) NBH 2 0727 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁκρόρριζος in superficie habes radicem. Որ սողոսկելով գնայ քերելով զերեսօք եւեթ երկրի, կամ որ ʼի վերին երեսս գետնոյ արձակէ զարմատ. *Կէսք ʼի ծառոց խորարմատք են եւ տարածատակք, եւ կէսք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”